καταλαλώ

καταλαλώ
καταλαλώ (-άω), -ησα, -ήθηκα, καταλαλημένος, -η, -ο, λαλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, κακολογώ: Μην καταλαλάς το ορφανό κορίτσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταλαλώ — (AM καταλαλῶ, έω) κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.) αρχ. 1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.) 2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • καταλαλῶ — καταλαλάζω shout fut ind act 1st sg (attic epic ionic) καταλαλέω talk pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταλαλέω talk pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταλαλέω talk pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταλαλέω talk pres ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλάω — καταλαλώ ( άω), ησα, ήθηκα, καταλαλημένος, η, ο, λαλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, κακολογώ: Μην καταλαλάς το ορφανό κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαταλάλητος — η, ο [καταλαλώ] αυτός που δεν τόν έχουν κακολογήσει, δεν τόν έχουν συκοφαντήσει …   Dictionary of Greek

  • κατάλαλος — κατάλαλος, ὁ (Α) [καταλαλώ] αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης …   Dictionary of Greek

  • καταλαλητής — ο, θηλ. καταλαλήτρα (Μ καταλαλητής) [καταλαλώ] αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης («και με τον κόσμο γύρω μου, τον χαροκόπο κόσμο και τον καταλαλητή», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • καταλαλιά — η (AM καταλαλιά) [καταλαλώ] συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταλαλώ — έω, Α 1. απαντώ σε κάποιον βίαια με τα λόγια 2. καταβάλλω με τη φλυαρία μου, κατανικώ κάποιον με τα λόγια σε μια συζήτηση 3. παθ. προσκαταλαλοῡμαι, έομαι υφίσταμαι βίαιη επίθεση με λόγια, υβρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλαλῶ «φανερώνω, μιλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”